Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταχύδην — και ποιητ. τ. κακχύδην (Α) επίρρ. χυτά προς τα κάτω, άφθονα («κακχύδην πίνειν», Ανακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χύδην «χυτά σε αφθονία»] … Dictionary of Greek
κακχύδην — (Α) επίρρ. ποιητ. τ. αντί καταχύδην* … Dictionary of Greek